αοικος

αοικος
    ἄοικος
    ἄ-οικος
    2
    1) лишенный крова, бездомный Hes., Eur., Plat., Arst., Plut.
    

ἐπὴ ξένης χώρας ἄ. Soph. — бездомный изгнанник

    2) негодный для жилья
    

(εἰσοίκησις Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αοικος" в других словарях:

  • ἅοικος — ἄοικος , ἄοικος houseless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄοικος — houseless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άοικος — η, ο (AM ἄοικος, ον) 1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια μσν. νεοελλ. ο ακατοίκητος νεοελλ. άφαντος («έγινε άοικος» εξαφανίστηκε) αρχ. ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη… …   Dictionary of Greek

  • ἄοικον — ἄοικος houseless masc/fem acc sg ἄοικος houseless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοικότερος — ἄοικος houseless masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίκοις — ἄοικος houseless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίκου — ἄοικος houseless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίκους — ἄοικος houseless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίκων — ἄοικος houseless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοίκῳ — ἄοικος houseless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄοικα — ἄοικος houseless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»